- συλλοχάω
- συλλοχ-άω, [tense] aor. συνελόχησεA f.l. for συνελόχισε (so Suid.) in LXX 1 Ma.4.28; part. συλλοχήσας prob. f.l. for συλλοχίσας in Plu.Galb. 15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.